μεταστοιχίζω

μεταστοιχίζω
μεταστοιχίζω (Α)
1. μεταβάλλω την κατάσταση ενός στοιχείου ή σώματος, μεταστοιχειώ*
2. (κατ' επέκτ.) ανανεώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + στοιχίζω «βάζω στη σειρά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”